- ὀστοδέτης
- ὀστοδέτηςbonesettermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστοδέτης — ὀστοδέτης, ὁ (Α) εμπειρικός γιατρός ειδικός στα κατάγματα και στις εξαρθρώσεις οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. σφυρο δέτης] … Dictionary of Greek
ὀστοδέτην — ὀστοδέτης bonesetter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστοδετική — ὀστοδετική, ἡ (Α) [οστοδέτης] (ενν. διαγραφή) διάγραμμα για προσαρμογή και δέσιμο οστών … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek